- κοκκυμηλέα
- κοκκῠ-μηλέα, ἡ,A plum-tree, Prunus domestica, Arar.20, Thphr. HP3.6.4, Dsc.1.121, Gal.12.32; κ. περὶ τὴν Θηβαΐδα sebesten, Cordia Myxa, Thphr.HP4.2.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκκυμηλέα — κοκκυμηλέᾱ , κοκκυμηλέα plum tree fem nom/voc/acc dual κοκκυμηλέᾱ , κοκκυμηλέα plum tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυμηλέα — κοκκυμηλέα, ἡ (Α) [κοκκύμηλον] 1. η δαμασκηνιά («ἀγρίαν κοκκυμηλέαν», Θεόφρ.) 2. το δένδρο κορδία η μύξα … Dictionary of Greek
κοκκυμηλέας — κοκκυμηλέᾱς , κοκκυμηλέα plum tree fem acc pl κοκκυμηλέᾱς , κοκκυμηλέα plum tree fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυμηλέαν — κοκκυμηλέᾱν , κοκκυμηλέα plum tree fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκύμηλος — κοκκύμηλος, ὁ (Α) η κοκκυμηλέα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κοκκύμηλον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek